Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Ο Γερμανικός μύθος της ¨πράσινης¨ ενέργειας

Είναι γνωστή η είδηση ότι επικεφαλής πολυπληθούς επιχειρηματικής αποστολής φθάνει την προσεχή Πέμπτη στην Αθήνα ο Γερμανός Αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας και Τεχνολογίας Φίλιπ Ρέσλερ, που θα έχει συνομιλίες με τον υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Στόχος της επίσκεψης του Ρέσλερ, ο οποίος θα συνοδεύεται από Γερμανούς επιχειρηματίες που ενδιαφέρονται να επενδύσουν κυρίως στους τομείς της ενέργειας και της διαχείρισης αποβλήτων, είναι να αποτυπωθούν συγκεκριμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, ενώ θα υπογραφεί και Ελληνογερμανικό σύμφωνο οικονομικής συνεργασίας.

Εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί, το τι έχουμε να ακούσουμε και να διαβάσουμε για την πράσινη ενέργεια, τις πράσινες επενδύσεις και την πράσινη ανάπτυξη.
Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι στα θέματα αυτά υπάρχει και προβληματισμός, διατυπώνονται και άλλες απόψεις, που όμως πολύ δύσκολα βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Θα πρέπει να ψάξει κανείς πάρα πολύ για να τις ανακαλύψει, είτε στα ΜΜΕ έντυπα και ηλεκτρονικά, είτε ακόμη και στο διαδίκτυο.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δώσουμε με απλά λόγια και κάποιες άλλες διαστάσεις, στο σοβαρό αυτό θέμα που λέγεται διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό ισοζύγιο, μια και το θέμα είναι άκρως τεχνικό και πολυπαραμετρικό.

Τα στοιχεία που παραθέτουμε είναι από ένα ενδιαφέρον άρθρο, που αλιεύσαμε στο διαδίκτυο, το οποίο περιγράφει με στοιχεία τεκμηριωμένα το Γερμανικό μύθο για την Πράσινη ενέργεια.
Αφορμή γι αυτό το άρθρο ήταν η ομιλία Στις 27 Μαΐου 2009, του Αμερικανού Πρόεδρου Ομπάμα, ο οποίος σε ομιλία του στο Nellis Air Force Base στη Νεβάδα είπε ότι η Αμερική, αν και πρωτοπόρος της ηλιακής τεχνολογίας, έχει μείνει πίσω από χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία με λιγότερη ηλιοφάνεια, όσον αφορά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τον ήλιο .
Το άρθρο στηρίζεται σε μια μελέτη με τίτλο, «Οικονομικές επιπτώσεις από την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας - Η γερμανική εμπειρία» της Rheinisch-Westfälisches Institut für Wirtschaftsforschung (RWI), μιας ανεξάρτητης γερμανικής οικονομικής και πολιτικής δεξαμενής σκέψης, που ιδρύθηκε το 1926.

Παραθέτουμε τα κυριότερα σημεία του άρθρου, σε ελεύθερη μετάφραση. Προτείνουμε όμως να διαβασθεί ολόκληρο (ΕΔΩ).

  • Η Γερμανική πολιτική ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και ειδικότερα το εγκριθέν feed-in tariff σύστημα τιμολόγησης (feed-in tariff: μακροχρόνιες συμβάσεις με επιδότηση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές με τελική επιβάρυνση των καταναλωτών), δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τα κίνητρα της αγοράς, για να εξασφαλιστεί μια βιώσιμη και οικονομικά αποδοτική εισαγωγή των ανανεώσιμων πηγών  ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, με αποτέλεσμα τεράστιες δαπάνες να έχουν μικρά μακροπρόθεσμα οφέλη για την τόνωση της οικονομίας, την προστασία του περιβάλλοντος και την αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας.
  • Το ποσό της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ηλιακά φωτοβολταϊκά ήταν αμελητέο 0,6%, παρά το γεγονός ότι κόστος επιδότησης ήταν περίπου 8,4 δισ. € για το 2008. Το πραγματικό καθαρό κόστος για όλες τις ηλιακές μονάδες που εγκαταστάθηκαν μεταξύ 2000 και 2008 ανέρχεται σε περίπου 35 δις € (σε τιμές του 2007).
  • Η έκθεση αναφέρει ότι, σήμερα, η τιμή με το feed-in tariff  για τα φωτοβολταϊκά είναι περισσότερο από οκτώ φορές υψηλότερη από την τιμή χονδρικής πώλησης στο χρηματιστήριο ηλεκτρικής ενέργειας. Ακόμα και τα αιολικά συστήματα, που θεωρούνται ευρέως ως μια πιο ώριμη τεχνολογία, απαιτούν τιμολόγια τροφοδότησης που υπερβαίνουν το ανά kWh κόστος της συμβατικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, μέχρι και κατά 300%. Με άλλα λόγια, ακόμα και όταν πράσινες βιομηχανίες ενέργειας είναι σε λειτουργία για ικανό χρονικό διάστημα, το κόστος τους παραμένει αρκετές φορές υψηλότερο από τα συμβατικά συστήματα παραγωγής.
  • Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας:
    Το καθεστώς επιδότησης ανά εργαζόμενο σε πράσινη θέση εργασίας, έχει φθάσει σε επίπεδο που υπερβαίνει κατά πολύ τους μέσους μισθούς. Οι επιδοτήσεις ανά εργαζόμενο φθάνουν μέχρι και 175,000 €.
    Το πιθανότερο είναι ότι, ανεξάρτητα από τις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν υπάρχει κίνδυνος να χαθούν, μόλις σταματήσει το καθεστώς επιδοτήσεων.
    Όφελος θα υπάρξει μόνο στον τομέα των εξαγωγών της Γερμανίας εάν επωφεληθούν από την πιθανή προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε άλλες χώρες.
    Επιπλέον, η έκθεση αναφέρει ότι οι εκτιμήσεις των πράσινων θέσεων εργασίας δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα διότι δεν λαμβάνονται υπόψη οποιεσδήποτε απώλειες θέσεων εργασίας στις λιγότερο ευνοημένες (και πιθανόν φθηνότερες) μορφές ενέργειας. Τέλος, προηγούμενη έρευνα σχετικά με τις πράσινες θέσεις εργασίας και στην Ισπανία έδειξε ότι το κόστος ήταν υψηλό και τα οφέλη βραχύβια
  • Δεδομένου ότι οι κινέζοι κατασκευαστές παράγουν φωτοβολταϊκά κύτταρα φθηνότερα από ό,τι οι Γερμανοί μπορεί το σύστημα επιδοτήσεων να καταλήξει ως ένα γιγάντιο μέσο μεταφοράς πλούτου των Γερμανών φορολογουμένων σε κινεζικές εταιρείες. Εξαιτίας αυτού, ακόμη και ο μεγαλύτερος κατασκευαστής της Γερμανίας φωτοβολταϊκών ζητά οι επιδοτήσεις να σταματήσουν. Οι Γερμανοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μείωση των επιδοτήσεων σημαίνει μεγαλύτερη αποδοτικότητα και χαμηλότερο κόστος!
  • Τέλος, οι σκληροπυρηνικοί οικολόγοι μπορεί να πουν ότι η οικολογική παραγωγή ενέργειας είναι πιο σημαντική από το κόστος της ενέργειας ή τον αριθμό των θέσεων εργασίας που δημιουργεί (ή καταστρέφει). Αλλά ακόμα και παρά τα επιτεύγματά της η ηλιακή, ως περιβαλλοντική ενέργεια, εγείρονται πολλά ερωτηματικά. Η έκθεση αναφέρει  ότι τα φωτοβολταικά είναι μια από τις ακριβότερες επιλογές μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου: Λαμβάνοντας υπόψη το καθαρό κόστος των 41,82 σεντ ανά κιλοβατώρα για μονάδες εγκατεστημένες το 2008, και υποθέτοντας ότι η ενέργεια από φωτοβολταϊκά εκτοπίζει την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ένα μείγμα καυσίμου που αποτελείται από φυσικό αέριο και λιθάνθρακα, με συντελεστή εκπομπών 0,584 κιλά διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ανά kWh (Nitsch et al. 2005:66) και κάνοντας τους υπολογισμούς, το κόστος μείωσης των εκπομπών CO2 ανέρχεται σε  716 € ανά τόνο.
    Σημειώνεται ότι στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (ETS)
    η τιμή ανά τόνο για το CO2 ανέρχεται σε  13,4 € δηλ 53 φορές λιγότερο από όσο κοστίζει με την ηλιακή παραγωγή.
 Το ποσοστό διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό ισοδύναμο της χώρας είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση και δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο σε οικολογικές προσεγγίσεις.
Η συμμετοχή μας σε αυτά το μεγαλεπήβολα Γερμανικά σχέδια, οι όροι και προϋποθέσεις, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα πραγματικής διαβούλευσης, διακομματικής συνεργασίας και διαφάνειας.

Ας είμαστε τουλάχιστον υποψιασμένοι και ας συνεκτιμήσουμε τα παραπάνω, στα όσα θετικά έχουμε ακούσει για την πράσινη ενέργεια, για την τελική διαμόρφωση της άποψης μας.

2 σχόλια:

George Mantjoros είπε...

Το αρθρο σας ειναι απο τα καλυτερα.
Tο αναδημοσιευω (με την αδεια σας ) γιατι πιστευω οτι ολοι μαζι βοηθαμε καλυτερα να αποκαλυφθει η αληθεια .ψψ

Ανώνυμος είπε...

Ρε παιδιά όλα καλά, αλλά εγώ θεωρώ ότι τα φωτοβολταικα είναι μια πολύ καλή διέξοδος για το ενεργειακό ζήτημα.Κι αν κόστιζαν τόσο πολύ δεν θα γινόταν τόσος ντόρος.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...